κλασικίζω

κλασικίζω
[κλασικός]
1. μιμούμαι τους κλασικούς
2. είμαι οπαδός τού κλασικισμού, πιστεύω στην κλασική παιδεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλασικίζω — μιμούμαι τους κλασικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλασικιστής — ο, θηλ. ίστρια 1. αυτός που μιμείται τους κλασικούς συγγραφείς ή καλλιτέχνες 2. αυτός που ασχολείται με τη μελέτη τών κλασικών 3. ο οπαδός τών κλασικών σπουδών και τού εκπαιδευτικού συστήματος που στηρίζεται στις κλασικές σπουδές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”